μεταρσιολεσχία: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metarsioleschia | |Transliteration C=metarsioleschia | ||
|Beta Code=metarsiolesxi/a | |Beta Code=metarsiolesxi/a | ||
|Definition=ἡ, = [[μετεωρολογία]], | |Definition=ἡ, = [[μετεωρολογία]], Plu.''Per.''5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = μετεωρολογία, Plu.Per.5.
German (Pape)
[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.
Russian (Dvoretsky)
μεταρσιολεσχία: ἡ
1 беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2 высокопарная болтовня Plut., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.
Greek Monolingual
μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.
Greek Monotonic
μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μεταρσιο-λεσχία, ἡ, λέσχης = μετεωρολογία, Plut.]