μαστώδης: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mastodis | |Transliteration C=mastodis | ||
|Beta Code=mastw/dhs | |Beta Code=mastw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=μαστώδες, = [[μαστοειδής]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:30, 25 August 2023
English (LSJ)
μαστώδες, = μαστοειδής, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.
German (Pape)
ες, = μαστοειδής.