σιτώδης: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitodis | |Transliteration C=sitodis | ||
|Beta Code=sitw/dhs | |Beta Code=sitw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=σιτῶδες, [[like corn]], <b class="b3">τὰ σ.</b> [[cereals]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.1.1, Muson.''Fr.'' 18A p.95 H.; <b class="b3">τροφὴ σ.</b> Sor.1.46, cf. Archig. ap. Orib.8.1.17, Aret.''CA'' 2.3, ''CD''1.3, διαχωρήματα σ. καὶ ἄπεπτα Hp.''Salubr.''7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
σιτῶδες, like corn, τὰ σ. cereals, Thphr. HP 8.1.1, Muson.Fr. 18A p.95 H.; τροφὴ σ. Sor.1.46, cf. Archig. ap. Orib.8.1.17, Aret.CA 2.3, CD1.3, διαχωρήματα σ. καὶ ἄπεπτα Hp.Salubr.7.
German (Pape)
[Seite 887] ες, weizenartig, getreideartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σῖτον, Ἱππ. 339. 25, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ τὰ σιτ., σιτηρά, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1, 1˙ πρβλ. σιτηρὸς ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-ες / σιτώδης, -ῶδες, ΝΑ σῑτος
όμοιος με σιτάρι, σιτοειδής
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σιτώδη
τα σιτηρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτώδης -ες [σῖτος] met graanresten (van stoelgang). Hp.