σιτώδης
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
σιτῶδες, like corn, τὰ σ. cereals, Thphr. HP 8.1.1, Muson.Fr. 18A p.95 H.; τροφὴ σ. Sor.1.46, cf. Archig. ap. Orib.8.1.17, Aret.CA 2.3, CD1.3, διαχωρήματα σ. καὶ ἄπεπτα Hp.Salubr.7.
German (Pape)
[Seite 887] ες, weizenartig, getreideartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σῖτον, Ἱππ. 339. 25, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ τὰ σιτ., σιτηρά, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1, 1˙ πρβλ. σιτηρὸς ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-ες / σιτώδης, -ῶδες, ΝΑ σῖτος
όμοιος με σιτάρι, σιτοειδής
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σιτώδη
τα σιτηρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτώδης -ες [σῖτος] met graanresten (van stoelgang). Hp.