σωματώδης: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatodis | |Transliteration C=somatodis | ||
|Beta Code=swmatw/dhs | |Beta Code=swmatw/dhs | ||
|Definition=σωματῶδες, = [[σωματοειδής]] ''1'', Arist.''HA''521b27; <b class="b3">τὰ σ.</b> Id.''GA''737a35, al.: Comp. and Sup. σωματωδέστερος, σωματωδέστατος, Id.''Pr.''863b9, ''PA''647a20. | |Definition=σωματῶδες, = [[σωματοειδής]] ''1'', [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''521b27; <b class="b3">τὰ σ.</b> Id.''GA''737a35, al.: Comp. and Sup. σωματωδέστερος, σωματωδέστατος, Id.''Pr.''863b9, ''PA''647a20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
σωματῶδες, = σωματοειδής 1, Arist.HA521b27; τὰ σ. Id.GA737a35, al.: Comp. and Sup. σωματωδέστερος, σωματωδέστατος, Id.Pr.863b9, PA647a20.
German (Pape)
[Seite 1060] ες, = σωματοειδής, Ath. II, 42 a; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτώδης: Arst. = σωματοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτώδης: -ες, = σωματοειδής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20. 6· τὰ σωματώδη ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 3. 19, κ. ἀλλ. - Συγκρ. καὶ ὑπερθετ. -έστερος, -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 1. 37, 2, περὶ Ζ. Μορ. 2. 1, 17.
Greek Monolingual
-ες / σωματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σώμα, σώματος]]
νεοελλ.
εύσωμος, αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες σώμα
μσν.-αρχ.
πηγμένος, στερεοποιημένος, στερεός («πᾱν δὲ γάλα ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῖται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῖται τυρός», Αριστοτ.).
επίρρ...
σωματωδῶς Μ
κατά τρόπο σωματώδη, με στερεοποίηση, με πήξη.