ευσταθής: Difference between revisions
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταθής]], -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)<br />[[σταθερός]], αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές [[οικοδόμημα]]» β. «[[ευσταθής]] [[μοναρχία]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταθής]], -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)<br />[[σταθερός]], αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές [[οικοδόμημα]]» β. «[[ευσταθής]] [[μοναρχία]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σταθερὸς, σοβαρὸς<br /><b>3.</b> αυτὸς που επιμένει σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ήρεμος]], [[πράος]] («εὐσταθεῖς ψυχαί», Δημόκρ.)<br /><b>5.</b> [[υγιής]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «εὐσταθεῖς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσταθώς</i> (ΑΜ εὐσταθῶς<br />Α και εὐσταθέως)<br />[[σταθερά]], με [[ασφάλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάθην</i> παθ. αόρ. του ρ. [[ίσταμαι]]). Κατά το [[σχήμα]] [[ακρατής]] / [[κρατερός]], [[αφανής]] / [[φανερός]] («[[νόμος]] του Caland») σχηματίστηκαν και [[ασταθής]] / [[ευσταθής]]: [[σταθερός]]. Από το [[ευσταθής]] προήλθε και κύρ. όν. <i>Ευστάθιος</i>, απ' όπου το σημερ. <i>Στάθης</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσταθής, -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)
σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.)
αρχ.
1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. σταθερὸς, σοβαρὸς
3. αυτὸς που επιμένει σε κάτι
4. ήρεμος, πράος («εὐσταθεῖς ψυχαί», Δημόκρ.)
5. υγιής
6. φρ. «εὐσταθεῖς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ευσταθώς (ΑΜ εὐσταθῶς
Α και εὐσταθέως)
σταθερά, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταθής (< εστάθην παθ. αόρ. του ρ. ίσταμαι). Κατά το σχήμα ακρατής / κρατερός, αφανής / φανερός («νόμος του Caland») σχηματίστηκαν και ασταθής / ευσταθής: σταθερός. Από το ευσταθής προήλθε και κύρ. όν. Ευστάθιος, απ' όπου το σημερ. Στάθης].