κεστρῖνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κεστρῑνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεστρεύς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οί κεστρῑνοι</i><br />τα τεμάχια του ψαριού [[κέστρα]], της σφύραινας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[κεστρεύς]].
|mltxt=κεστρῑνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεστρεύς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οί κεστρῖνοι</i><br />τα τεμάχια του ψαριού [[κέστρα]], της σφύραινας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[κεστρεύς]].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεστρῖνος Medium diacritics: κεστρῖνος Low diacritics: κεστρίνος Capitals: ΚΕΣΤΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kestrînos Transliteration B: kestrinos Transliteration C: kestrinos Beta Code: kestri=nos

English (LSJ)

ὁ,
A = κεστρεύς, Anaxandr.34.8, Hyp.Fr.188.
II in plural, pieces of the fish κέστρα, EM506.45, Phot.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, = κεστρεύς; Anaxandr. Ath. VII, 307 f; Hyperid. bei Harpocr.; aber nach B. A. 271 τόμια καὶ τεμάχη τῶν ἰχθύων; vgl. E. M 506, 45.

Greek (Liddell-Scott)

κεστρῖνος: ὁ, = κεστρεύς, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τεμάχια τοῦ ἰχθύος, κέστρα, Ἐτυμολ. Μέγ. 506. 45. Φώτ.

Greek Monolingual

κεστρῑνος, ὁ (Α)
1. κεστρεύς
2. στον πληθ. οί κεστρῖνοι
τα τεμάχια του ψαριού κέστρα, της σφύραινας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κεστρεύς.