συμπληρώνω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συμπληρῶ, -όω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] πλήρες [[κάτι]], [[προσθέτω]] ό,τι του λείπει (α. «[[συμπληρώνω]] τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο», Πλωτίν.<br />γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῖς οἰκείοις μορίοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ολοκληρώνω]], [[αποτελειώνω]] («συμπληρώσας τὸν λόγον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς [[κάτι]] («ἐνίοις δ' ἀντὶ τούτων συμπληροῑ τὸ μεταξὺ τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκπληρώνω]], [[πραγματοποιώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συμπληρῶ ναῦς» — [[εξοπλίζω]] και [[επανδρώνω]] τα πλοία (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πληρῶ</i>].
|mltxt=συμπληρῶ, -όω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] πλήρες [[κάτι]], [[προσθέτω]] ό,τι του λείπει (α. «[[συμπληρώνω]] τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο», Πλωτίν.<br />γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῖς οἰκείοις μορίοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ολοκληρώνω]], [[αποτελειώνω]] («συμπληρώσας τὸν λόγον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς [[κάτι]] («ἐνίοις δ' ἀντὶ τούτων συμπληροῖ τὸ μεταξὺ τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκπληρώνω]], [[πραγματοποιώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συμπληρῶ ναῦς» — [[εξοπλίζω]] και [[επανδρώνω]] τα πλοία (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πληρῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Greek Monolingual

συμπληρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι του λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο», Πλωτίν.
γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῖς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.)
2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον», Γαλ.)
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς κάτι («ἐνίοις δ' ἀντὶ τούτων συμπληροῖ τὸ μεταξὺ τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. εκπληρώνω, πραγματοποιώ
3. φρ. «συμπληρῶ ναῦς» — εξοπλίζω και επανδρώνω τα πλοία (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληρῶ].