στηρικτός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[ασάλευτος]] («ἄκραις | |mltxt=-ή, -όν, Α [[στηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[ασάλευτος]] («ἄκραις στηρικταῖς», Ύμν. Ίσ.)<br /><b>2.</b> [[στηρικτικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:48, 6 February 2024
English (LSJ)
στηρικτή, στηρικτόν, solid, firmly based, Hymn.Is. 163. = στηρικτικός (stationary), Cat.Cod.Astr. 1.100.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στηρίζω
1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῖς», Ύμν. Ίσ.)
2. στηρικτικός.