συρματῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, A<br /><b>φρ.</b> «συρματῑτις [[κόπρος]]» — [[κόπρος]] αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[σιδηρῖτις]])].
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, A<br /><b>φρ.</b> «συρματῖτις [[κόπρος]]» — [[κόπρος]] αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[σιδηρῖτις]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ἡ, <i>Mist, der aus [[Kehricht]] od. [[Streu]] [[bereitet]] ist</i>, Theophr.
|ptext=ἡ, <i>Mist, der aus [[Kehricht]] od. [[Streu]] [[bereitet]] ist</i>, Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμᾰτῖτις Medium diacritics: συρματῖτις Low diacritics: συρματίτις Capitals: ΣΥΡΜΑΤΙΤΙΣ
Transliteration A: syrmatîtis Transliteration B: syrmatitis Transliteration C: syrmatitis Beta Code: surmati=tis

English (LSJ)

κόπρος, ἡ, manure mixed with litter (cf. σύρμα 1.2), Thphr. HP 2.7.4, 7.5.1.

Greek (Liddell-Scott)

συρμᾰτῖτις: κόπρος, ἡ, κόπρος μεμιγμένη μετὰ συρμάτων, δηλ. μὲ σκουπίδια (ἴδε σύρμα Ι. 2), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 4., 7. 5, 1. ΙΙ. συρμᾰτίς, ίδος, ἡ, «συρματὶς στρατιά· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» Ἡσύχ. (πρβλ. τὸ Λατ. syrmaticus).

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, A
φρ. «συρματῖτις κόπρος» — κόπρος αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σιδηρῖτις)].

German (Pape)

ἡ, Mist, der aus Kehricht od. Streu bereitet ist, Theophr.