φιλοπενθής: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοπενθές</i><br />υπερβολική [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), [[πρβλ]]. [[βαρυπενθής]]].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῖκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοπενθές</i><br />υπερβολική [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), [[πρβλ]]. [[βαρυπενθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπενθής Medium diacritics: φιλοπενθής Low diacritics: φιλοπενθής Capitals: ΦΙΛΟΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: philopenthḗs Transliteration B: philopenthēs Transliteration C: filopenthis Beta Code: filopenqh/s

English (LSJ)

φιλοπενθές, indulging in mourning, γυναῖκες Plu.2.113a (Comp.), etc.; πόθος φ. Gorg.Hel.9; τὸ φ. Plu.2.822c.

German (Pape)

[Seite 1283] ές, das Trauern liebend, gern, gewöhnlich trauernd, klagend; φιλοπενθέστεραι γυναῖκες Plut. consol. ad Apollon. p. 345.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se complaît dans sa douleur, qui s'attriste volontiers ; τὸ φιλοπενθές penchant à la tristesse.
Étymologie: φίλος, πένθος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπενθής: склонный к печали, любящий грустить (γυναῖκες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπενθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν νὰ πενθῇ, Πλούτ. 2. 113Α, κλπ.· πόθος φ. Γοργ. Ἐγκώμ. Ἑλένης, 681 Βεκκῆρ.· τὸ φιλ. Πλούτ. 3. 822Β.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῖκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές
υπερβολική θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυπενθής].