τοτοῖ: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και τοτοτοῑ Α<br />(επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ' ἀπώλεσαν, τοτοῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἧπταί μου, | |mltxt=και τοτοτοῑ Α<br />(επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ' ἀπώλεσαν, τοτοῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἧπταί μου, τοτοτοῖ, ἡ δ' αὖθ' ἕρπει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ., <b>πρβλ.</b> [[ὀτοτοῖ]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
Interj. in Trag. lyr., A.Pers.551,561; τοτοτοῖ, S.Tr.1010; cf. ὀτοτοῖ.
German (Pape)
[Seite 1132] Interjection des Schmerzes, wie ὀτοτοῖ, Aesch. Pers. 543. 553.
French (Bailly abrégé)
interj.
cri de douleur.
Greek (Liddell-Scott)
τοτοῖ: ἐπιφώνημα σχετλιαστικόν, Ξέρξης δ’ ἀπώλεσεν, τοτοῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 551· νᾶες δ’ ἀπώλεσαν, τοτοῖ αὐτόθι 561· - τοτοτοῖ, ἧπταί μου, τοτοτοῖ ἡ δ’ αὖθ’ ἕρπει Σοφ. Τρ. 1009, πρβλ. ὀτοτοῖ.
Greek Monolingual
και τοτοτοῑ Α
(επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ' ἀπώλεσαν, τοτοῑ», Αισχύλ.
β. «ἧπταί μου, τοτοτοῖ, ἡ δ' αὖθ' ἕρπει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πρβλ. ὀτοτοῖ.
Greek Monotonic
τοτοῖ: σχετλιαστικό επιφών., σε Αισχύλ.· τοτοτοῖ, σε Σοφ.
Middle Liddell
an exclamation, Aesch.; τοτοτοῖ, Soph.