τούμπα: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[περιστροφή]] του σώματος στον αέρα με ή [[χωρίς]] [[στήριξη]] τών χεριών στο [[έδαφος]], [[κυβίστηση]]<br /><b>2.</b> [[χωμάτινος]] [[λόφος]], [[γήλοφος]], [[φυσικός]] ή [[τεχνητός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «του κάνει τούμπες» — φέρεται με [[μεγάλη]] [[δουλοπρέπεια]]<br />β) «τον έφερε [[τούμπα]]» — τον έπεισε τελικά, τον έκανε να συμφωνήσει [[μαζί]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tumba</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[τύμβος]].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] χάλκινου μουσικού οργάνου με κλειδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>tuba</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tuba</i> «[[σάλπιγγα]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[περιστροφή]] του σώματος στον αέρα με ή [[χωρίς]] [[στήριξη]] τών χεριών στο [[έδαφος]], [[κυβίστηση]]<br /><b>2.</b> [[χωμάτινος]] [[λόφος]], [[γήλοφος]], [[φυσικός]] ή [[τεχνητός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «του κάνει τούμπες» — φέρεται με [[μεγάλη]] [[δουλοπρέπεια]]<br />β) «τον έφερε [[τούμπα]]» — τον έπεισε τελικά, τον έκανε να συμφωνήσει [[μαζί]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tumba</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[τύμβος]].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] χάλκινου μουσικού οργάνου με κλειδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>tuba</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[tuba]]</i> «[[σάλπιγγα]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Latest revision as of 09:22, 11 February 2024
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. περιστροφή του σώματος στον αέρα με ή χωρίς στήριξη τών χεριών στο έδαφος, κυβίστηση
2. χωμάτινος λόφος, γήλοφος, φυσικός ή τεχνητός
3. φρ. α) «του κάνει τούμπες» — φέρεται με μεγάλη δουλοπρέπεια
β) «τον έφερε τούμπα» — τον έπεισε τελικά, τον έκανε να συμφωνήσει μαζί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tumba < ελλ. τύμβος.
(II)
η, Ν
μουσ. είδος χάλκινου μουσικού οργάνου με κλειδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tuba < λατ. tuba «σάλπιγγα»].
Translations
somersault
Aromanian: tumbã; Bulgarian: салто; Catalan: tombarella; Chinese Mandarin: 筋斗, 跟頭/跟头; Czech: salto, kotrmelec; Danish: saltomortale; Dutch: salto; Estonian: kukerpall, salto; Finnish: voltti; French: salto, saut périlleux, galipette; Galician: pinchagato, pirueta, viravolta, reviravolta, pinchacarneiro, chumbalagato; Georgian: ჰაერში გადატრიალება, მიწაზე გადატრიალება, სალტო, მალაყი, გადატრიალება, გადაკოტრიალება; German: Salto, Überschlag, Kopsibolter, Purzelbaum; Greek: κυβίστηση, τούμπα; Ancient Greek: κυβίστημα, κυβίστησις; Hebrew: סלטה \ סַלְטָה, גלגול \ גִּלְגּוּל; Hungarian: szaltó, bukfenc; Icelandic: kollhnís, heljarstökk; Ido: kulbuto; Irish: aer-rothlú; Italian: capriola; Japanese: 宙返り; Kazakh: сальто; Korean: 공중제비; Latgalian: kiuliņs; Latvian: kūlenis; Macedonian: салто; Maori: pōtēteke, pōteketeke, turupeke; Norwegian Bokmål: salto, saltomortale; Nynorsk: salto, saltomortale; Polish: salto, koziołek; Portuguese: salto mortal, cambalhota; Romanian: tumbă, rostogolire; Russian: кульбит, кувырок, сальто; Serbo-Croatian: salto; Slovak: kotrmelec, kotúľ, salto; Spanish: voltereta, salto mortal; Swedish: kullerbytta; Tagalog: balintong; Turkish: perende; Ukrainian: сальто, перекид, переверт; Welsh: tin-dros-ben, trosben