ἐπιστροφίς: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιστροφίς]], ἡ (Α) [[επίστροφος]]<br /><b>1.</b> εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη [[οσφύς]]<br /><b>2.</b> [[μπούκλα]] μαλλιού.
|mltxt=[[ἐπιστροφίς]], ἡ (Α) [[επίστροφος]]<br /><b>1.</b> εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη [[οσφύς]]<br /><b>2.</b> [[μπούκλα]] μαλλιού.
}}
{{trml
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[ἀνάθλασις]], [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διασπασμός]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}

Revision as of 22:19, 13 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστροφίς Medium diacritics: ἐπιστροφίς Low diacritics: επιστροφίς Capitals: ΕΠΙΣΤΡΟΦΙΣ
Transliteration A: epistrophís Transliteration B: epistrophis Transliteration C: epistrofis Beta Code: e)pistrofi/s

English (LSJ)

(A), -ίδος, ἡ,
A dislocation, Hsch.
2 in plural, curls, Eust.1561.38.

(B), -ίδος, ἡ, = Lat. anaticula (part of a door), Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστροφίς: -ίδος, ἡ, «ὅταν ἡ ὀσφὺς ᾖ στρεβλὴ» Ἡσύχ.: ― κατὰ πληθ., «τρίχες συνεστραμμέναι» Ἡσύχ.· ― «οἱ δὲ παλαιοί, φασὶ καὶ ὅτι οὐ μόνον οὖλαι ἀλλὰ καὶ ἐπιστροφίδες, αἱ συνεστραμμέναι τρίχες. Εὐστ. 1561. 38.

Greek Monolingual

ἐπιστροφίς, ἡ (Α) επίστροφος
1. εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη οσφύς
2. μπούκλα μαλλιού.

Translations