φθισίκηρος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] της Σελήνης) αυτός που φθείρει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κῆρ</i> «[[καρδιά]]»), <b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] της Σελήνης) αυτός που φθείρει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κῆρ</i> «[[καρδιά]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἐπίκηρος]]. Ο τ. [[αντί]] του αναμενόμενου <i>φθεισί</i>-<i>κηρος</i>, σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[φθίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]), όπως τα σύνθ. με <i>δεξι</i>-, <i>κλεψι</i>-, <i>τερψι</i>- κ.λπ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:05, 15 February 2024
Greek (Liddell-Scott)
φθισίκηρος: ἐπίθ. Σελήνης. Ὕμνος ἐκδ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de lit. gr. σ. 454, ἔνθα ἑρμηνεύεται qui détruit la mort, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία της Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπίκηρος. Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισί-κηρος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι- κ.λπ.].