στύφλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styflos
|Transliteration C=styflos
|Beta Code=stu/flos
|Beta Code=stu/flos
|Definition=στύφλον, = στυφελός 1, στύφλους παρ' ἀκτάς A.''Pers.''303; τῆσδ' ἀπὸ στύφλου πέτρας Id.''Pr.''748; στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος S.''Ant.''250; ὑπὸ στύφλοις πέτραις E.''Ba.''1137, cf. ''IT''1429, Lyc.737.
|Definition=στύφλον, = στυφελός 1, στύφλους παρ' ἀκτάς [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''303; τῆσδ' ἀπὸ στύφλου πέτρας Id.''Pr.''748; στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος S.''Ant.''250; ὑπὸ στύφλοις πέτραις E.''Ba.''1137, cf. ''IT''1429, Lyc.737.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:35, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύφλος Medium diacritics: στύφλος Low diacritics: στύφλος Capitals: ΣΤΥΦΛΟΣ
Transliteration A: stýphlos Transliteration B: styphlos Transliteration C: styflos Beta Code: stu/flos

English (LSJ)

στύφλον, = στυφελός 1, στύφλους παρ' ἀκτάς A.Pers.303; τῆσδ' ἀπὸ στύφλου πέτρας Id.Pr.748; στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος S.Ant.250; ὑπὸ στύφλοις πέτραις E.Ba.1137, cf. IT1429, Lyc.737.

Greek Monolingual

-ον, και στυφλός, -όν, Α
τραχύς, σκληρός, στυφελός («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στύφλος -ον [~ στυφελός] hard, ruw.