χιμαιροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της")
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=χῐμαιροβάτης
|Full diacritics=χῐμαιροβᾰ́της
|Medium diacritics=χιμαιροβάτης
|Medium diacritics=χιμαιροβάτης
|Low diacritics=χιμαιροβάτης
|Low diacritics=χιμαιροβάτης

Latest revision as of 21:46, 24 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐμαιροβᾰ́της Medium diacritics: χιμαιροβάτης Low diacritics: χιμαιροβάτης Capitals: ΧΙΜΑΙΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: chimairobátēs Transliteration B: chimairobatēs Transliteration C: chimairovatis Beta Code: ximairoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. χιμαιροβάτας, ὁ, goat-mounter, or goat-footed, of Pan. AP6.35 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1356] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).

Russian (Dvoretsky)

χῐμαιροβάτης: ου adj. m козлоногий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χῐμαιροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, αἰγοπόδης, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι-βάτης, κυνο-βάτης.