Περσηΐς: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Αλκμήνης<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Περσεύς]], -<i>ῆος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Αλκμήνης<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Περσεύς]], -<i>ῆος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Περσηΐς:''' -[[ίδος]], ἡ, αυτή που έχει γεννηθεί από τον Περσέα, όνομα της Αλκμήνης, σε Ευρ.· ονομάζεται Περσήϊον [[αἷμα]] στον Θεόκρ.
|lsmtext='''Περσηΐς:''' -ίδος, ἡ, αυτή που έχει γεννηθεί από τον Περσέα, όνομα της Αλκμήνης, σε Ευρ.· ονομάζεται Περσήϊον [[αἷμα]] στον Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Περσηΐς:''' ΐδος ἡ Персеида<br /><b class="num">1</b> Hes. = [[Πέρση]];<br /><b class="num">2</b> внучка Персея - см. [[Περσεύς]] 1 - т. е. Алкмена Eur.
|elrutext='''Περσηΐς:''' ΐδος ἡ Персеида<br /><b class="num">1</b> Hes. = [[Πέρση]];<br /><b class="num">2</b> внучка Персея - см. [[Περσεύς]] 1 - т. е. Алкмена Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσηΐς Medium diacritics: Περσηΐς Low diacritics: Περσηΐς Capitals: ΠΕΡΣΗΪΣ
Transliteration A: Persēḯs Transliteration B: Persēis Transliteration C: Persiis Beta Code: *pershi/+s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A sprung from Perseus, of Alcmena, E.HF801 (lyr.).
II name of Hecate, A.R.3.467.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
Perséide (fille de Persès ou de Persée) :
1 fille d'Okéanos, femme d'Hélios, mère d'Æetès, de Circé, de Persès;
2 petite-fille de Persée (Alcmène);
3 fille de Persès (Hécatè).
Étymologie: Περσεύς, Πέρσης¹.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. προσωνυμία της Αλκμήνης
2. προσωνυμία της Εκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Περσεύς, -ῆος + επίθημα -ίς].

Greek Monotonic

Περσηΐς: -ίδος, ἡ, αυτή που έχει γεννηθεί από τον Περσέα, όνομα της Αλκμήνης, σε Ευρ.· ονομάζεται Περσήϊον αἷμα στον Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

Περσηΐς: ΐδος ἡ Персеида
1 Hes. = Πέρση;
2 внучка Персея - см. Περσεύς 1 - т. е. Алкмена Eur.