ψαλιδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ψαλιδιού<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[ψαλίδα]], [[τοξοειδής]], [[αψιδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -[[ίδος]] / [[ψαλίδι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ψαλιδιού<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[ψαλίδα]], [[τοξοειδής]], [[αψιδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -ίδος / [[ψαλίδι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλῐδοειδής Medium diacritics: ψαλιδοειδής Low diacritics: ψαλιδοειδής Capitals: ΨΑΛΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: psalidoeidḗs Transliteration B: psalidoeidēs Transliteration C: psalidoeidis Beta Code: yalidoeidh/s

English (LSJ)

ψαλιδοειδές, (ψαλίς ΙΙ) like a vault or arch, Ph.Bel.81.35, Gal.UP8.11.

German (Pape)

[Seite 1390] ές, nach Art eines Gewölbes, einem Gewölbe ähnlich, Sp., wie Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλιδοειδής: -ές, (ψαλλὶς ΙΙ) ὅμοιος πρὸς ἁψῖδα ἢ τόξον, Φίλων Βελοπ. 81.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει σχήμα ψαλιδιού
αρχ.
όμοιος με ψαλίδα, τοξοειδής, αψιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος / ψαλίδι + -ειδής].