ὑποκιστίς: Difference between revisions
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ὑποκισθίς, - | |mltxt=και ὑποκισθίς, -ίδος, και [[ὑπόκιστις]], -ίστιδος, ἡ, Α<br />[[παράσιτο]] [[φυτό]] που φύτρωνε στις ρίζες του κίστου και του οποίου ο [[χυμός]] χρησίμευε ως [[φάρμακο]], [[ὀρόβηθρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κίστος]] / [[κίσθος]], [[είδος]] φυτού <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:22, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, hypocist, Cytinus Hypocisthis, Dsc.1.97 (v.l. ὑποκισθίς), cf. Plin.HN26.49, Sor.1.50, Gal.8.114, 12.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκιστίς: -ίδος, ἡ, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τοῦ κίστου, Cytinus hypocistis, ου ὁ ὀπὸς ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ. 1. 127, Γαλην˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 459.
Greek Monolingual
και ὑποκισθίς, -ίδος, και ὑπόκιστις, -ίστιδος, ἡ, Α
παράσιτο φυτό που φύτρωνε στις ρίζες του κίστου και του οποίου ο χυμός χρησίμευε ως φάρμακο, ὀρόβηθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίστος / κίσθος, είδος φυτού + κατάλ. -ίς, -ίδος].