ἐφαιρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to be [[chosen]] to [[succeed]] [[another]], Thuc.
|mdlsjtxt=Pass. to be [[chosen]] to [[succeed]] [[another]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 11:39, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 1112] (s. αἱρέω), noch dazu wählen, D. C. 49, 43; ἐφῃρημένος, noch dazu gewählt, phuc. 4, 38.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
élire à la place d'un autre ; Pass. (part. pf. ἐφῃρημένος) être élu en remplacement d'un autre.
Étymologie: ἐπί, αἱρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφαιρέομαι: дополнительно выбирать: ὁ ἐφῃρημένος μετά τινα Thuc. избранный на место кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφαιρέομαι: Παθ., ἐκλέγομαι ἢ διορίζομαι ὅπως διαδεχθῶ ἄλλον, Θουκ. 4. 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 93. - Μέσ., ἐκλέγω διάδοχον, Λατ. subrogare, Δίων Κ. 49. 43. - ὁ ἐνεργ. τύπος ἐφαιρεῖν εὕρηται ἐν Ἐπιγρ. Δελφ. W. et F. 167.

Greek Monotonic

ἐφαιρέομαι: Παθ., εκλέγομαι ή διορίζομαι ως διάδοχος κάποιου, σε Θουκ.

Middle Liddell

Pass. to be chosen to succeed another, Thuc.