ἐπαποπνίγω: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[choke]] [[besides]]:—Pass. aor2 opt., ἐπαποπνῐγείης, may you be choked [[besides]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 3 March 2024
English (LSJ)
[ῑ], choke besides:—Pass., aor. 2 ἐπαποπνῐγείης may you be choked besides, Ar.Eq.940 (Elmsl. for ἀποπν-).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαποπνίγω: ῑ, ἀποπνίγω ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, εἴθε ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-).
Greek Monolingual
ἐπαποπνίγω (Α)
1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι
2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι
πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — είθε να πνιγείς τρώγοντας).
Greek Monotonic
ἐπαποπνίγω: [ῑ], πνίγω εκτός των άλλων — Παθ., ευκτ. αορ. βʹ, ἐπαποπνῐγείης, μακάρι και να πνιγείς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to choke besides:—Pass. aor2 opt., ἐπαποπνῐγείης, may you be choked besides, Ar.