ἀποσμύχομαι: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to be consumed by a [[slow]] [[fire]], to [[pine]] [[away]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 3 March 2024
English (LSJ)
[ῡ], Pass., to be consumed as by a slow fire, waste, pine away, Luc.DMort.6.3.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσμύχομαι: медленно чахнуть: ὑποπρίουσι τοὺς ὀδόντας ἀποσμυγέντες Luc. они в бессильной злобе скрежещут зубами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσμύχομαι: [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος πυρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, ἔνθα ὅμως ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ ἀπομύσσω), ἠπατημένοι, emuncti.
Greek Monolingual
άποσμύχομαι (Α) σμύχω
σιγοκαίγομαι.
Greek Monotonic
ἀποσμύχομαι: [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή φωτιά, λιώνω εντελώς, σε Λουκ.