κατατηξίτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatiksitechnos
|Transliteration C=katatiksitechnos
|Beta Code=katathci/texnos
|Beta Code=katathci/texnos
|Definition=[ῐ], ον, [[enfeebling his art]], [[epithet]] of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[κακιζότεχνος]]), prob. in Plin.''HN''34.92 ([[calatechnos]], [[catotechnos]], codd.), and in Vitr.4.1.10 ([[catatechnos]], [[catathecnos]], codd.).
|Definition=[ῐ], ον, [[enfeebling his art]], [[epithet]] of the artist [[Callimachus]], Paus.1.26.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[κακιζότεχνος]]), prob. in Plin.''HN''34.92 ([[calatechnos]], [[catotechnos]], codd.), and in Vitr.4.1.10 ([[catatechnos]], [[catathecnos]], codd.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:05, 8 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατηξίτεχνος Medium diacritics: κατατηξίτεχνος Low diacritics: κατατηξίτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΗΞΙΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katatēxítechnos Transliteration B: katatēxitechnos Transliteration C: katatiksitechnos Beta Code: katathci/texnos

English (LSJ)

[ῐ], ον, enfeebling his art, epithet of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 (v.l. κακιζότεχνος), prob. in Plin.HN34.92 (calatechnos, catotechnos, codd.), and in Vitr.4.1.10 (catatechnos, catathecnos, codd.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατηξίτεχνος: -ον, ἴδε κακιζότεχνος.

Greek Monolingual

κατατηξίτεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος < κατα-τηξι- (< κατα-τήκω με μεταφορική σημ. «ξοδεύω άδικα, καταστρέφω») + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσίτεχνος, καλλίτεχνος].

German (Pape)

em. für κακιζότεχνος bei Paus. 1.26.7.