συμπιλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />[[fouler ensemble]], [[comprimer]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιλέω]].
|btext=[[συμπιλῶ]] :<br />[[fouler ensemble]], [[comprimer]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 18:38, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπῑλέω Medium diacritics: συμπιλέω Low diacritics: συμπιλέω Capitals: ΣΥΜΠΙΛΕΩ
Transliteration A: sympiléō Transliteration B: sympileō Transliteration C: sympileo Beta Code: sumpile/w

English (LSJ)

force together like felt: generally, compress, Pl.Ti. 45b:—more freq. in Pass., ib.49c, Plt.281a, Arist.Ph.216a31, Hero Spir.1 Prooemia, etc.; τὰ λεῖα, κἂν.. βία συμπιληθῇ, ῥᾳδίως ἀπολύεται Diocl.Fr.26; συμπεπιλημένος of felted texture, Thphr. HP 3.7.5; θρὶξ συνεπιλήθη was matted together, Pl.Ti.76c; κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Luc.Tox.30; τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον Arist.Cael.305b7; ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, of Vesuvius, D.C.66.21; πορφύρα ἄκρατος συμπεπ. Plu.Demetr.41; of the intestines, to be obstructed, Hp.Loc.Hom.10, Morb.3.14.

German (Pape)

[Seite 987] zusammenfilzen, -drücken; Plat. Tim. 45 b, u. öfter, Polit. 281 a; κόμην αὐχμηρὰν καὶ συμπεπιλημένην Luc. Tox. 30.

French (Bailly abrégé)

συμπιλῶ :
fouler ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, πιλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπῑλέω: συμπιέζω ὡς π. χ. τὸ μαλλίον πρὸς κατασκευὴν πιλήματος, Τουρκ. «κετσέ», Πλάτ. Τίμ. 45B· καὶ συχνότερον ἐν τῷ παθ., αὐτόθι 49C, Πολιτικ. 281A· θρὶξ ξυνεπιλήθη, διὰ συμπιέσεως ἀπετέλεσε στρῶμα, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 76C· κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Λουκ. Τόξ. 30· τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γενέσθαι βαρύτερον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3· ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, ἐπὶ τοῦ Οὐεσουβίου, Δίων Κ. 66. 21· πορφύρα ἄκρατος συμπεπ. Πλουτ. Δημήτρ. 41.

Russian (Dvoretsky)

συμπῑλέω:
1 сбивать в плотную массу, сваливать: κόμη συμπεπιλημένη Luc. спутанные (досл. свалявшиеся) волосы; πορφύρα συμπεπιλημένη Plut. уплотненная пурпурная ткань;
2 сбивать в кучу, сдавливать: συμπιλούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut. прижатые друг к другу (солдаты Пирра);
3 сгущать, уплотнять: σ. τὸ μέσον τινός Plat. уплотнять середину чего-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πιλέω samenpersen:. πορφύρα ἄκρατος συμπεπιλημένη samengeperst onvermengd purper Plut. Demetr. 41.6.