λαγκία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λαγκία:''' ἡ (лат. [[lancea]]) | |elrutext='''λαγκία:''' ἡ (лат. [[lancea]]) копье Diod., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:08, 21 March 2024
English (LSJ)
ἡ, Lat. lancea, D.S.5.30:—hence λαγκιάριος, ὁ, lancearius, CIG4004 (Iconium), Lyd.Mag.1.46.
German (Pape)
[Seite 3] ἡ, die Lanze, lancea, nach D. Sic. 5, 30 gallisch.
Russian (Dvoretsky)
λαγκία: ἡ (лат. lancea) копье Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λαγκία: ἡ, τὸ Λατ. lancea, λόγχη, Διόδ. 5. 30· λαγκιάριος, ὁ, λογχοφόρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4004, Ἰω. Λυδ. 157, 22, Ἰω. Μαλαλ. 303, 3.
Greek Monolingual
λαγκία, ἡ (AM)
μσν.
1. λόγχη
2. χτύπημα με λόγχη
αρχ.
ως επίθ. (για λόγχη) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῖνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῦ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lancea «λόγχη»].