κοιλόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koilofonos | |Transliteration C=koilofonos | ||
|Beta Code=koilo/fwnos | |Beta Code=koilo/fwnos | ||
|Definition=κοιλόφωνον, [[hollow-voiced]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]s.v. [[ληκυθιστής]]. Adv. [[κοιλοφώνως]], [[λαρυγγίζειν]] Phld.''Rh.''1.200 S. | |Definition=κοιλόφωνον, [[hollow-voiced]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[ληκυθιστής]]. Adv. [[κοιλοφώνως]], [[λαρυγγίζειν]] Phld.''Rh.''1.200 S. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:10, 23 March 2024
English (LSJ)
κοιλόφωνον, hollow-voiced, Hsch. s.v. ληκυθιστής. Adv. κοιλοφώνως, λαρυγγίζειν Phld.Rh.1.200 S.
German (Pape)
[Seite 1467] mit hohler Stimme, Hesych. v. ληκυθιστής.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόφωνος: -ον, ἔχων κοίλην, ὑπόκωφον, βαθεῖαν φωνήν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ληκυθιστής.
Greek Monolingual
κοιλόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαθιά, υπόκωφη φωνή.
επίρρ...
κοιλοφώνως (Α)
με βαθιά, υπόκωφη φωνή («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, μεσόφωνος].