μονομέρεια: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(25) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Teile Bestehen, K. S. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
German (Pape)
[Seite 204] ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Teile Bestehen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
μονομέρεια: ἡ, κρίσις μονομερής, μεροληψία, Ἀθανάσ. Ι, 288Α, 380C, κτλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μονομέρεια και μονομερία μονομερής
μονόπλευρη ή μεροληπτική ενέργεια ή κρίση, μεροληπτικότητα, μεροληψία
νεοελλ.
η ιδιότητα του μονομερούς
αρχ.
φρ. «κατὰ μονομερίαν» — μονομερώς, αδίκως.