ἐνθλάω: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἐνθλῶ]] :<br />[[enfoncer dans]], [[graver dans]] <i>ou</i> [[graver sur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θλάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνθλάω''': Ἰων. [[ἐμφλάω]]: μέλλ. -άσω ᾰ, θλῶ τι ἐντὸς διὰ πιέσεως, Ἱππ. 556. 23· διὰ πιέσεως ὠθῶ, [[ἐλαύνω]], ἐμπήγω, λίθον εἰς τὸ [[δένδρον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2. 4· ἐγχαράττω (ἐπὶ νομίσματος), καὶ [[νόμισμα]] δὲ ἀργύρου καὶ χαλκοῦ εἰργάσαντο (οἱ Ἰασεῖς) καὶ ἐνέθλασαν [[σημεῖον]] τὸ ἀμφοῖν [[πάθος]] Αἰλ. π. Ζ. 6. 15. | |lstext='''ἐνθλάω''': Ἰων. [[ἐμφλάω]]: μέλλ. -άσω ᾰ, θλῶ τι ἐντὸς διὰ πιέσεως, Ἱππ. 556. 23· διὰ πιέσεως ὠθῶ, [[ἐλαύνω]], ἐμπήγω, λίθον εἰς τὸ [[δένδρον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2. 4· ἐγχαράττω (ἐπὶ νομίσματος), καὶ [[νόμισμα]] δὲ ἀργύρου καὶ χαλκοῦ εἰργάσαντο (οἱ Ἰασεῖς) καὶ ἐνέθλασαν [[σημεῖον]] τὸ ἀμφοῖν [[πάθος]] Αἰλ. π. Ζ. 6. 15. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 29 May 2024
English (LSJ)
Ion. ἐμφλάω, indent by pressure, Hp.Int.44, Aristid.Or.47(23).13; impress (on coin), σημεῖον Ael.NA6.15.
Spanish (DGE)
I 1aplastar τῷ δ' Ἑλένη μέσον ὁλκὸν ἐνέθλασε a ella (la víbora) Helena le aplastó el cuerpo por la mitad Nic.Th.316.
2 imprimir, acuñar σημεῖον Ael.NA 6.15.
II medic.
1 producir una depresión o hundimiento, dejar hundido en la piel al hacer una prueba ἢν τῷ δακτύλῳ ... πιέζῃς, ἐνθλάσεις Hp.Int.44.
2 producir una contusión o magulladura ὑπὸ δὲ τὸ γόνυ τὸ δεξιόν Aristid.Or.47.13; cf. ἐμφλάομαι.
German (Pape)
[Seite 842] (s. θλάω), einquetschen, hineindrücken, Theophr. u. Sp.; hineinprägen, Ael. H. A. 6, 15.
French (Bailly abrégé)
ἐνθλῶ :
enfoncer dans, graver dans ou graver sur.
Étymologie: ἐν, θλάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθλάω: Ἰων. ἐμφλάω: μέλλ. -άσω ᾰ, θλῶ τι ἐντὸς διὰ πιέσεως, Ἱππ. 556. 23· διὰ πιέσεως ὠθῶ, ἐλαύνω, ἐμπήγω, λίθον εἰς τὸ δένδρον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2. 4· ἐγχαράττω (ἐπὶ νομίσματος), καὶ νόμισμα δὲ ἀργύρου καὶ χαλκοῦ εἰργάσαντο (οἱ Ἰασεῖς) καὶ ἐνέθλασαν σημεῖον τὸ ἀμφοῖν πάθος Αἰλ. π. Ζ. 6. 15.