ρήγλα: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥήγλα]], ΝΜΑ, και [[ρίγλα]] Ν<br /><b>1.</b> [[ράβδος]] με την οποία ισιώνουν την [[επιφάνεια]] τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών<br /><b>2.</b> [[χάρακας]], [[κανόνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ρίγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥήγλαι<br />σίδηρα ὡς ῥάβδοι»<br /><b>2.</b> ο [[έστωρ]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>regula</i> «[[κανόνας]], [[χάρακας]]» (<b>πρβλ.</b> [[ρήγα]] / [[ρίγα]])]. | |mltxt=η / [[ῥήγλα]], ΝΜΑ, και [[ρίγλα]] Ν<br /><b>1.</b> [[ράβδος]] με την οποία ισιώνουν την [[επιφάνεια]] τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών<br /><b>2.</b> [[χάρακας]], [[κανόνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ρίγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥήγλαι<br />σίδηρα ὡς ῥάβδοι»<br /><b>2.</b> ο [[έστωρ]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>regula</i> «[[κανόνας]], [[χάρακας]]» (<b>πρβλ.</b> [[ρήγα]] / [[ρίγα]])]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥῆγλα''': ας, ἡ, = [[ῥόχανον]], (Λατ. [[regula]]), κοινῶς [[ῥῆγλα]], δι’ ἧς ὁμαλίζουσι, «κόπτουσι» τὸν διὰ κοιλοῦ μετρούμενον σῖτον, «ῥῆγλαι· σίδηρα ὡς ῥάβδοι» Ἡσύχ. 2) = [[ἔστωρ]], Διοκλητ. Ἀποσπ. ὑπὸ Mommsen (Lipsiae 1851) 15, 13. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:27, 31 May 2024
Greek Monolingual
η / ῥήγλα, ΝΜΑ, και ρίγλα Ν
1. ράβδος με την οποία ισιώνουν την επιφάνεια τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών
2. χάρακας, κανόνας
νεοελλ.
η ρίγα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥήγλαι
σίδηρα ὡς ῥάβδοι»
2. ο έστωρ (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regula «κανόνας, χάρακας» (πρβλ. ρήγα / ρίγα)].
Greek (Liddell-Scott)
ῥῆγλα: ας, ἡ, = ῥόχανον, (Λατ. regula), κοινῶς ῥῆγλα, δι’ ἧς ὁμαλίζουσι, «κόπτουσι» τὸν διὰ κοιλοῦ μετρούμενον σῖτον, «ῥῆγλαι· σίδηρα ὡς ῥάβδοι» Ἡσύχ. 2) = ἔστωρ, Διοκλητ. Ἀποσπ. ὑπὸ Mommsen (Lipsiae 1851) 15, 13.