ὀρεσχάς: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreschas | |Transliteration C=oreschas | ||
|Beta Code=o)resxa/s | |Beta Code=o)resxa/s | ||
|Definition=ὀρεσχάδος, ἡ, = [[ὄσχη]], Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[ὀσχοφόροι]]; = | |Definition=ὀρεσχάδος, ἡ, = [[ὄσχη]], Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[ὀσχοφόροι]]; = τὸ σὺν τοῖς βότρυσιν ἀφαιρεθὲν [[κλῆμα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:00, 29 June 2024
English (LSJ)
ὀρεσχάδος, ἡ, = ὄσχη, Harp. s.v. ὀσχοφόροι; = τὸ σὺν τοῖς βότρυσιν ἀφαιρεθὲν κλῆμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 373] άδος, ἡ, = ὄσχη, Weinranke voll Trauben, Harpocr. v. ὀσχοφόρος, auch αὐροσχάς, ἀρασχάς, ἀρέσχη geschrieben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσχάς: -άδος, ἡ, = ὄσχη, Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι.
Greek Monolingual
ὀρεσχάς, -άδος, ἡ (Α)
η όσχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< ὀρ-οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ-μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή του -ο- σε -ε-].
Frisk Etymological English
-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: vine with grapes, = ὄσχη, -ος (ὤσ-) Harp., H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hypothesis by Strömberg Wortstudien 53f.: from *ὀρ-οσχάς as cross of ὄρμενος and ὄσχη with ε < ο. - The word is evidently the same as ἀρασχάδες (s.v.), and so Pre-Greek (Furnée 348).
Frisk Etymology German
ὀρεσχάς: -άδος
{oreskhás}
Grammar: f.
Meaning: Weinrebe mit Trauben, = ὄσχη, -ος (ὤσ-) Harp., H.
Etymology : Hypothese von Strömberg Wortstudien 53f.: aus *ὀροσχάς als Kreuzung von ὄρμενος und ὄσχη mit ε < ο.
Page 2,414