πλειονότης: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
m (LSJ1 replacement)
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλειονότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[μακρότης]] συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.
|lstext='''πλειονότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[μακρότης]] συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[πλειονότης]], -ητος, ΝΑ, [[πλειότης]] και [[πλεονότης]] Α [[πλείον]] / [[πλέον]]<br />το μεγαλύτερο [[τμήμα]] πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μεγαλύτερο [[μήκος]], η [[μακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[μακρότητα]] της χορδής του μονοχόρδου.
}}
}}

Revision as of 05:15, 4 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειονότης Medium diacritics: πλειονότης Low diacritics: πλειονότης Capitals: ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΣ
Transliteration A: pleionótēs Transliteration B: pleionotēs Transliteration C: pleionotis Beta Code: pleiono/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, length of string in the monochord, Nicom. Harm.10 (pl., opp. βραχύτητες).

German (Pape)

[Seite 628] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, Gegensatz von βραχύτης, Nicom. mus., s. πλεονότης.

Greek (Liddell-Scott)

πλειονότης: -ητος, ἡ, ἡ μακρότης συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.

Greek Monolingual

η / πλειονότης, -ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α πλείον / πλέον
το μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων
αρχ.
1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα
2. η μακρότητα της χορδής του μονοχόρδου.