σαπούνιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
lsj>Spiros
(Created page with "{{grml |mltxt=σαπούνι, το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ<br />στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ...")
 
m (1 revision imported)
 
(No difference)

Latest revision as of 11:01, 9 October 2024

Greek Monolingual

σαπούνι, το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ
στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. του αρχ. σάπων με τροπή του -ω- σε -ου (πρβλ. πουλάρι: πῶλος). Κατ' άλλη άποψη < ιταλ. sapone].