σάπωνας
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
ο / σάπων, -ος, ΝΑ
το σαπούνι
νεοελλ.
φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας»
(φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας»
(φαρμ.) σάπωνας που λαμβάνεται από ζωικά λίπη και καυστικό νάτριο και του οποίου το αλκοολικό διάλυμα, που είναι γέλη, χρησιμοποιείται ως βάση για βάλσαμο
γ) «μαλακός σάπωνας» ή «σάπωνας καλίου»
(φαρμ.) ειδικός σάπωνας που χρησιμοποιείται, μερικές φορές, εναντίον της ψώρας
δ) «καλιούχος σάπωνας»
(φαρμ.) σάπωνας που λαμβάνεται από το φυτικό λίπος του κοκοφοίνικα και τον οποίο μετά από κατάλληλη διάλυση στο νερό και αποστείρωση χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν ως χειρουργικό σάπωνα για την πλύση τών χεριών και τών γαντιών πριν από την επέμβαση
ε) «ιατρικοί σάπωνες»
(φαρμ.) ειδικοί σάπωνες που λαμβάνονται με την προσθήκη θείου, ιχθυόλης, πίσσας, αντισηπτικών και άλλων φαρμάκων στους σκληρούς σάπωνες και χρησιμοποιούνται ιδίως στην δερματολογία
στ) «σάπωνες με μόλυβδο»
(φαρμ.) σάπωνες που παρασκευάζονται με χρήση λιθαργύρου και αποτελούν την βάση εμπλάστρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά την πιθανότερη άποψη, είναι δάνεια από το λατ. sapo, -ōnis (πρβλ. και γαλλ. savon), το οποίο προέρχεται πιθ. από την Γερμανική (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. seifa, αγγλοσαξ. sāpe και τα νεώτερα: γερμ. Seife, αγγλ. soap) ή την Κελτική. Κατ' άλλη άποψη, όμως, η Ελληνική δανείστηκε την λ. σάπων από την γλώσσα τών Γαλατών της Μικράς Ασίας].