λεγιονάριος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
m (LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=legionarios | |Transliteration C=legionarios | ||
|Beta Code=legiona/rios | |Beta Code=legiona/rios | ||
|Definition=v. sub [[λεγεών]]. | |Definition=[[legionary]], Lat. [[legionarius]]; v. sub [[λεγεών]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεγιονάριος]] | |mltxt=λεγεωνάριος, ο (Α <b>επιγρ.</b> [[λεγιονάριος]] και [[ληγιωνάριος]])<br />ο [[μάχιμος]] [[οπλίτης]] της λεγεώνας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι λεγεωνάριοι</i><br />α) Αμερικανοί απόμαχοι του Α' Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους<br />β) τα [[μέλη]] της γαλλικής Λεγεώνας τών Ξένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[legionarius]]</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[legio]]</i> «[[λεγεώνα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:41, 21 October 2024
English (LSJ)
legionary, Lat. legionarius; v. sub λεγεών.
Greek Monolingual
λεγεωνάριος, ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος)
ο μάχιμος οπλίτης της λεγεώνας
νεοελλ.
στον πληθ. οι λεγεωνάριοι
α) Αμερικανοί απόμαχοι του Α' Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους
β) τα μέλη της γαλλικής Λεγεώνας τών Ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legionarius < λατ. legio «λεγεώνα»].