απήνη: Difference between revisions

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
(5)
 
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπήνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[άμαξα]] με [[τέσσερεις]] τροχούς που σύρεται από μουλάρια<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] άμαξας ή άρματος<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[μέσο]] μεταφοράς<br /><b>4.</b> το [[ζευγάρι]], δύο άνθρωποι ή [[ζευγάρι]] από ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] με τον τ. [[πήνος]] «ύφασμα, [[ιστός]]», λατ. <i>pannus</i> «ύφασμα» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Η [[σύνδεση]] με Μυκην. γεν. πλ. <i>apenewo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>απηνεύς</i> «[[υποζύγιο]] για όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς» δικαιολογεί το <i>η</i> της δεύτερης συλλαβής ως κοινό ελληνικό. Πιθ. [[πήνα]] (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[απήνη]], με [[αποκοπή]] του αρχικού <i>α</i>. Ο τ. [[είναι]] [[συνώνυμος]] της λ. [[άμαξα]], απαντά στον Όμηρο και στους άλλους ποιητές, ενώ [[είναι]] [[άγνωστος]] στην [[πεζογραφία]]. Μαρτυρείται [[παράλληλος]] θεσσαλ. τ. <i>καπᾱνᾱ</i>].
|mltxt=[[ἀπήνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[άμαξα]] με [[τέσσερεις]] τροχούς που σύρεται από μουλάρια<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] άμαξας ή άρματος<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[μέσο]] μεταφοράς<br /><b>4.</b> το [[ζευγάρι]], δύο άνθρωποι ή [[ζευγάρι]] από ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] με τον τ. [[πήνος]] «ύφασμα, [[ιστός]]», λατ. <i>pannus</i> «ύφασμα» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Η [[σύνδεση]] με Μυκην. γεν. πλ. <i>apenewo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>απηνεύς</i> «[[υποζύγιο]] για όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς» δικαιολογεί το <i>η</i> της δεύτερης συλλαβής ως κοινό ελληνικό. Πιθ. [[πήνα]] (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[απήνη]], με [[αποκοπή]] του αρχικού <i>α</i>. Ο τ. [[είναι]] [[συνώνυμος]] της λ. [[άμαξα]], απαντά στον Όμηρο και στους άλλους ποιητές, ενώ [[είναι]] [[άγνωστος]] στην [[πεζογραφία]]. Μαρτυρείται [[παράλληλος]] θεσσαλ. τ. <i>καπᾶνᾱ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:11, 23 October 2024

Greek Monolingual

ἀπήνη, η (Α)
1. άμαξα με τέσσερεις τροχούς που σύρεται από μουλάρια
2. κάθε είδος άμαξας ή άρματος
3. κάθε μέσο μεταφοράς
4. το ζευγάρι, δύο άνθρωποι ή ζευγάρι από ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο συσχετισμός με τον τ. πήνος «ύφασμα, ιστός», λατ. pannus «ύφασμα» δεν είναι ικανοποιητικός. Η σύνδεση με Μυκην. γεν. πλ. apenewo < απηνεύς «υποζύγιο για όχημα με τέσσερεις τροχούς» δικαιολογεί το η της δεύτερης συλλαβής ως κοινό ελληνικό. Πιθ. πήνα (Ησύχ.) < απήνη, με αποκοπή του αρχικού α. Ο τ. είναι συνώνυμος της λ. άμαξα, απαντά στον Όμηρο και στους άλλους ποιητές, ενώ είναι άγνωστος στην πεζογραφία. Μαρτυρείται παράλληλος θεσσαλ. τ. καπᾶνᾱ].