incoherente: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀδιεξέταστος]], [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀξυγκρότητος]], [[ἀξύστατος]], [[ἀσύνακτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύστατος]], [[διάσπαστος]], [[διάφωνος]], [[ἐπεισοδιώδης]] | |sltx=[[ἀδιεξέταστος]], [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀξυγκρότητος]], [[ἀξύστατος]], [[ἀσύνακτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύστατος]], [[διάσπαστος]], [[διάφωνος]], [[ἐπεισοδιώδης]], [[τὸ ἀπερίστατον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:26, 30 October 2024
Spanish > Greek
ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης, τὸ ἀπερίστατον