ἀσκόπευτος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=askopeftos | |Transliteration C=askopeftos | ||
|Beta Code=a)sko/peutos | |Beta Code=a)sko/peutos | ||
|Definition=ἀσκόπευτον, [[free from intrusions]], πενία ἀ. οὐσία Secund.''Sent.''10. | |Definition=ἀσκόπευτον, [[free from intrusions]], πενία ἀ. οὐσία [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 22:52, 12 November 2024
English (LSJ)
ἀσκόπευτον, free from intrusions, πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser evaluado, incalculable (πενία) ἀσκόπευτος οὐσία Secund.Sent.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκόπευτος: -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, ἀθήρευτος, τί ἐστι πενία; ἄφθονον πρᾶγμα, ἀσκόπευτος οὐσία Σεκοῦνδος σ. 637.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσκόπευτος, -ον) σκοπεύω
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση
2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος