οἰκείως: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
mNo edit summary
(CSV import)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκείως:''' βλ. [[οἰκεῖος]]: φιλικά, με οικειότητα, σε Θουκ., Ξεν. προσφιλώς, ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.
|lsmtext='''οἰκείως:''' βλ. [[οἰκεῖος]]: φιλικά, με οικειότητα, σε Θουκ., Ξεν. προσφιλώς, ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[apte]], [[convenienter]]'', [[suitably]], [[fittingly]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.60.6/ 2.60.6],<br>''[[familiariter]]'', [[intimately]], [[closely]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.57.2/ 6.57.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 16 November 2024

English (Woodhouse)

intimately, in a friendly way, in friendly way, on friendly terms

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

French (Bailly abrégé)

adv.
familièrement : οἰκείως ἔχειν τινί, πρός τινα ou χρῆσθαί τινι οἰκείως XÉN avoir avec qqn des relations familières ou intimes;
Cp. οἰκειότερον, Sp. οἰκειότατα.
Étymologie: οἰκεῖος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείως:
1 подходящим образом, как следует (λέγεσθαι Plat.);
2 благожелательно, дружественно (διακεῖσθαί τινι Xen. и πρός τι Polyb.);
3 по-дружески, по-приятельски, запросто (ἔχειν πρός τινα Thuc.; χρῆσθαί τινι Polyb.; διαλέγεσθαί τινι Thuc.).

Greek Monotonic

οἰκείως: βλ. οἰκεῖος: φιλικά, με οικειότητα, σε Θουκ., Ξεν. προσφιλώς, ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.

Lexicon Thucydideum

apte, convenienter, suitably, fittingly, 2.60.6,
familiariter, intimately, closely, 6.57.2.