λιχνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lichnodis
|Transliteration C=lichnodis
|Beta Code=lixnw/dhs
|Beta Code=lixnw/dhs
|Definition=λιχνώδες, = [[λίχνος]], Ael.''Fr.''325 (Sup.).
|Definition=λιχνώδες, = [[λίχνος]], [[greedy]], Ael.''Fr.''325 (Sup.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:22, 22 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνώδης Medium diacritics: λιχνώδης Low diacritics: λιχνώδης Capitals: ΛΙΧΝΩΔΗΣ
Transliteration A: lichnṓdēs Transliteration B: lichnōdēs Transliteration C: lichnodis Beta Code: lixnw/dhs

English (LSJ)

λιχνώδες, = λίχνος, greedy, Ael.Fr.325 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

λιχνώδης: -ες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.

Greek Monolingual

λιχνώδης, -ῶδες (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.

German (Pape)

ες, leckerhaft, Suid.