ἐπικύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἐπικύρωσις
|Full diacritics=ἐπικῡ́ρωσις
|Medium diacritics=ἐπικύρωσις
|Medium diacritics=ἐπικύρωσις
|Low diacritics=επικύρωσις
|Low diacritics=επικύρωσις

Revision as of 11:18, 9 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικῡ́ρωσις Medium diacritics: ἐπικύρωσις Low diacritics: επικύρωσις Capitals: ΕΠΙΚΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: epikýrōsis Transliteration B: epikyrōsis Transliteration C: epikyrosis Beta Code: e)piku/rwsis

English (LSJ)

[ῡ], εως, ἡ, ratification, confirmation, χειροτονίας Arist. Ath.41.3, cf. D.H.9.51, Just.Nov.42.1.1.

German (Pape)

[Seite 955] ἡ, Bestätigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικύρωσις: -εως, ἡ, (ἐπικυρόω) ὡς καὶ νῦν, ἐπιβεβαίωσις, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐπικύρωσις) επικυρώνω
η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.
β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», Αριστοτ.).