ἐπικύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπικύρωσις]]) [[επικυρώνω]]<br />η [[πράξη]] με την οποία προσδίδεται [[κύρος]] σε ορισμένη [[ενέργεια]] ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται [[κάτι]] (α. «[[επικύρωση]] συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.<br />β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η (AM [[ἐπικύρωσις]]) [[επικυρώνω]]<br />η [[πράξη]] με την οποία προσδίδεται [[κύρος]] σε ορισμένη [[ενέργεια]] ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται [[κάτι]] (α. «[[επικύρωση]] συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.<br />β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[ratification]]===
Bulgarian: ратификация; Danish: ratifikation; Finnish: ratifiointi, vahvistaminen; French: [[ratification]]; Georgian: რატიფიკაცია, დამტკიცება; German: [[Bestätigung]]; Greek: [[επικύρωση]], [[κύρωση]]; Ancient Greek: [[ἐπικύρωσις]], [[κύρωσις]]; Icelandic: fullgilding; Italian: [[ratifica]]; Maori: whakapūmautanga, whakamanatanga; Norwegian Bokmål: ratifikasjon; Nynorsk: ratifikasjon; Polish: ratyfikacja; Romanian: ratificație; Russian: [[ратификация]], [[утверждение]]; Spanish: [[ratificación]]; Swedish: ratificering; Thai: สัตยาบัน
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 9 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικῡ́ρωσις Medium diacritics: ἐπικύρωσις Low diacritics: επικύρωσις Capitals: ΕΠΙΚΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: epikýrōsis Transliteration B: epikyrōsis Transliteration C: epikyrosis Beta Code: e)piku/rwsis

English (LSJ)

[ῡ], εως, ἡ, ratification, confirmation, χειροτονίας Arist. Ath.41.3, cf. D.H.9.51, Just.Nov.42.1.1.

German (Pape)

[Seite 955] ἡ, Bestätigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικύρωσις: -εως, ἡ, (ἐπικυρόω) ὡς καὶ νῦν, ἐπιβεβαίωσις, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐπικύρωσις) επικυρώνω
η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.
β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», Αριστοτ.).

Translations

ratification

Bulgarian: ратификация; Danish: ratifikation; Finnish: ratifiointi, vahvistaminen; French: ratification; Georgian: რატიფიკაცია, დამტკიცება; German: Bestätigung; Greek: επικύρωση, κύρωση; Ancient Greek: ἐπικύρωσις, κύρωσις; Icelandic: fullgilding; Italian: ratifica; Maori: whakapūmautanga, whakamanatanga; Norwegian Bokmål: ratifikasjon; Nynorsk: ratifikasjon; Polish: ratyfikacja; Romanian: ratificație; Russian: ратификация, утверждение; Spanish: ratificación; Swedish: ratificering; Thai: สัตยาบัน