θαμά: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1185.png Seite 1185]] (ἅμα), in Haufen, <b class="b2">dichtgedrängt</b>, schaarenweis, θαμὰ θρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, <b class="b2">oft, häufig</b>, oft od. schnell nach einander, ταῦτα θάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς [[σέθεν]] [[θαμά]] Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1185.png Seite 1185]] (ἅμα), in Haufen, <b class="b2">dichtgedrängt</b>, schaarenweis, θαμὰ θρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, <b class="b2">oft, häufig</b>, oft od. schnell nach einander, ταῦτα θάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς [[σέθεν]] [[θαμά]] Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θᾰμά''': ἐπίρρ., [[συχνάκις]], συχνά, [[πολλάκις]], Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., [[οἷον]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε [[θαμάκις]], θαμειός, [[θαμινός]], [[θαμίζω]], κτλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 5 August 2017
English (LSJ)
(oxyt., A.D.Adv.153.5, Hdn.Gr.2.141), Adv.
A often, Il.16.207, Od.16.27, Pi.O.1.17, B.12.193, S.El.524, Ar.Eq.990 (lyr.), Pl. 1166, Pl.Phd.72e, X.Mem.2.1.22; θ. τῆς ἡμέρας POxy.1158.4 (iii A.D.). (Orig. 'thickly', cf. θαμέες, θάμνος.)
German (Pape)
[Seite 1185] (ἅμα), in Haufen, dichtgedrängt, schaarenweis, θαμὰ θρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, oft, häufig, oft od. schnell nach einander, ταῦτα θάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς σέθεν θαμά Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμά: ἐπίρρ., συχνάκις, συχνά, πολλάκις, Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., οἷον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε θαμάκις, θαμειός, θαμινός, θαμίζω, κτλ.).