σωστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(c1)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1061.png Seite 1061]] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1061.png Seite 1061]] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''σωστικός''': -ή, -όν, = ὁ δυνάμενος σῴζειν, [[μετὰ]] γεν., ἡ [[δικαιοσύνη]] νόμων σωστικὴ Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 6· σ. ἢ ποιητικὸν τοῦ ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθικ. 1. 2, 4· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 7· τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 5. 7· - Ἐπίρρ. -κῶς, Μάξιμ. Ὁμολογ. τ. 2, σ. 160Β, κλπ. - Ὁ [[τύπος]] σωτικὸς μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πρόκλου.
}}
}}

Revision as of 09:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωστικός Medium diacritics: σωστικός Low diacritics: σωστικός Capitals: ΣΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sōstikós Transliteration B: sōstikos Transliteration C: sostikos Beta Code: swstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to save, maintain, or preserve, c. gen., ἡ δικαιοσύνη νόμων σ. Arist.Top.149b33; σ. ἢ ποιητικὸν ἀγαθοῦ Id.MM1183b36; τοῦ θερμοῦ Id.Pr.932b3 (Comp.); τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας Id.Mu.397a3: also in later Prose, Dsc.4.81, Max.Tyr.6.2, Alex.Aphr. in Top.455.11, Porph. Abst.3.26, Procl.in Alc.p.55 C., etc.

German (Pape)

[Seite 1061] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σωστικός: -ή, -όν, = ὁ δυνάμενος σῴζειν, μετὰ γεν., ἡ δικαιοσύνη νόμων σωστικὴ Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 6· σ. ἢ ποιητικὸν τοῦ ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθικ. 1. 2, 4· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 7· τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 5. 7· - Ἐπίρρ. -κῶς, Μάξιμ. Ὁμολογ. τ. 2, σ. 160Β, κλπ. - Ὁ τύπος σωτικὸς μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πρόκλου.