ὀπωροπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
(b) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0365.png Seite 365]] ὁ, Obsthändler, Poll. 6, 128. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0365.png Seite 365]] ὁ, Obsthändler, Poll. 6, 128. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀπωροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀπώρας, Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραιοπώλας· ἀλλ’ [[ὀπωρώνης]], ἦτο ἡ Ἀττικὴ [[λέξις]], «[[ὀπωροπώλης]] τοῦθ’ οἱ ἀγοραῖοι λέγουσιν· οἱ δὲ πεπαιδευμένοι [[ὀπωρώνης]], ὡς καὶ Δημοσθένης» Φρύνιχ. 206. - Θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος, μεταγεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:21, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fruiterer, POxy.980 (iii A. D.), 1133.7 (iv A. D.), Hsch. s.v. ὡραιοπώλης; gen. -πώλη MAMA3.359 (Corycus); but ὀπωρώνης was the Att. word acc. to Phryn.181.
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, Obsthändler, Poll. 6, 128.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀπώρας, Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραιοπώλας· ἀλλ’ ὀπωρώνης, ἦτο ἡ Ἀττικὴ λέξις, «ὀπωροπώλης τοῦθ’ οἱ ἀγοραῖοι λέγουσιν· οἱ δὲ πεπαιδευμένοι ὀπωρώνης, ὡς καὶ Δημοσθένης» Φρύνιχ. 206. - Θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος, μεταγεν.