ὡραιοπώλης

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡραιοπώλης Medium diacritics: ὡραιοπώλης Low diacritics: ωραιοπώλης Capitals: ΩΡΑΙΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: hōraiopṓlēs Transliteration B: hōraiopōlēs Transliteration C: oraiopolis Beta Code: w(raiopw/lhs

English (LSJ)

ὡραιοπώλου, ὁ, selling fresh fruits, also = ταριχοπώλης, Hsch.; also = ὁ τὴν ἀκμὴν πωλήσας, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ὡραιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν νωποὺς καρποὺς, ὀπωροπώλης, ὡσαύτως = ταριχοπώλης, Ἡσύχ.: ἴδε ἐν. λ. ὡραῖος Ι.

German (Pape)

[Seite 1413] ὁ, 1) reife Sommerfrüchte verkaufend. – 2) seine Schönheit verkaufend, mit seiner Schönheit Handel treibend, Sp. – 3) = ταριχοπώλης, Hesych. (s. ὡραῖος 2).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. αυτός που πουλάει φρέσκα φρούτα
2. «ταριχοπώλης»
3. «ὁ τὴν ἀκμὴν πωλήσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -πώλης].