συγκεντέω: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(13_1)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] zusammenstechen, niederstechen; Her. 3, 77; ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι, 6, 29; Pol. 4, 22, 11 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] zusammenstechen, niederstechen; Her. 3, 77; ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι, 6, 29; Pol. 4, 22, 11 u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''συγκεντέω''': κεντῶ [[ὁμοῦ]], διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. [[συνακοντίζω]].
}}
}}

Revision as of 09:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεντέω Medium diacritics: συγκεντέω Low diacritics: συγκεντέω Capitals: ΣΥΓΚΕΝΤΕΩ
Transliteration A: synkentéō Transliteration B: synkenteō Transliteration C: sygkenteo Beta Code: sugkente/w

English (LSJ)

   A pierce together, stab at once, Hdt.3.77, Plb.4.22.11, LXX 2 Ma.12.23:—Pass., ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Hdt.6.29; cf. συνακοντίζω.

German (Pape)

[Seite 967] zusammenstechen, niederstechen; Her. 3, 77; ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι, 6, 29; Pol. 4, 22, 11 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεντέω: κεντῶ ὁμοῦ, διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. συνακοντίζω.