Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναφίστημι: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(13_5)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] (s. [[ἵστημι]]), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ [[δῆμος]] οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. [[συναφομοιόω]], mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῦται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] (s. [[ἵστημι]]), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ [[δῆμος]] οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. [[συναφομοιόω]], mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῦται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.
}}
{{ls
|lstext='''συναφίστημι''': Ἰων. συναπ-· ἀόρ. αϳ συναπέστησα, συναπομακρύνω, συναποσπῶ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 2· συναφιστάνειν τὸ [[σῶμα]] τῆς γῆς Κλήμ. Ἀλ. 854. ΙΙ. κινῶ [[ὁμοῦ]] εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 1. 59. ― Παθητ., Ἰων. [[συναπίσταμαι]], μετ’ ἀορ. βϳ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐπαναστατῶ, ἐξεγείρομαι εἰς ἀποστασίαν [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 37, 104, Θουκ. 1. 56, κ. ἀλλ.· ὁ [[δῆμος]] ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις ὁ αὐτ. 3. 39· οἱ ξυναποστάντες ὁ αὐτ. 1. 104· τὰ ξυναφεστῶτα χωρία [[αὐτόθι]] 59. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.
}}
}}

Revision as of 09:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναφίστημι Medium diacritics: συναφίστημι Low diacritics: συναφίστημι Capitals: ΣΥΝΑΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synaphístēmi Transliteration B: synaphistēmi Transliteration C: synafistimi Beta Code: sunafi/sthmi

English (LSJ)

Ion. συναπ-,

   A draw into revolt together, Th.1.56; cause to desert, J.BJ 1.24.2:—Pass., Ion. συναπίσταμαι, with aor. 2 and pf. Act., fall off or revolt along with, τινι Hdt.5.37,104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις Th.3.47; οἱ ξυναποστάντες Id.1.104; τὰ ξυναφεστῶτα Χωρία ib.59, cf. Jul.Or.1.26c.    2 retire together with, Dam.Pr. 305.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. ἵστημι), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. συναφομοιόω, mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῦται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συναφίστημι: Ἰων. συναπ-· ἀόρ. αϳ συναπέστησα, συναπομακρύνω, συναποσπῶ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 2· συναφιστάνειν τὸ σῶμα τῆς γῆς Κλήμ. Ἀλ. 854. ΙΙ. κινῶ ὁμοῦ εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 1. 59. ― Παθητ., Ἰων. συναπίσταμαι, μετ’ ἀορ. βϳ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐπαναστατῶ, ἐξεγείρομαι εἰς ἀποστασίαν ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 37, 104, Θουκ. 1. 56, κ. ἀλλ.· ὁ δῆμος ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις ὁ αὐτ. 3. 39· οἱ ξυναποστάντες ὁ αὐτ. 1. 104· τὰ ξυναφεστῶτα χωρία αὐτόθι 59. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.