ἐλέφας: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(13_6a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0797.png Seite 797]] αντος, ὁ, 1) der Elephant, Her. 3, 114 u. Folgde; ὁ [[θῆλυς]] ἐλ., Arist. H. A. 2, 1; ἡ ἐλ., Ath. XIII, 607 a. – 2) der Elephantenzahn, das Elfenbein; nur in dieser Bdtg bei Hom., Hes. u. Pind., denn das Elfenbein war durch den Handel viel früher als das Thier bekannt geworden. Bei Hom. dient es neben Gold, Silber u. Elektrum zu Verzierungen aller Art; Od. 19, 564 kommen die trüglichen Träume durch eine elfenbeinerne Pforte. – 3) Bei Ath. XI, 468 f 497 a eine Art Pokal. – 4) Bei Theophr. ein Edelstein. – 5) = [[ἐλεφαντίασις]], Med.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0797.png Seite 797]] αντος, ὁ, 1) der Elephant, Her. 3, 114 u. Folgde; ὁ [[θῆλυς]] ἐλ., Arist. H. A. 2, 1; ἡ ἐλ., Ath. XIII, 607 a. – 2) der Elephantenzahn, das Elfenbein; nur in dieser Bdtg bei Hom., Hes. u. Pind., denn das Elfenbein war durch den Handel viel früher als das Thier bekannt geworden. Bei Hom. dient es neben Gold, Silber u. Elektrum zu Verzierungen aller Art; Od. 19, 564 kommen die trüglichen Träume durch eine elfenbeinerne Pforte. – 3) Bei Ath. XI, 468 f 497 a eine Art Pokal. – 4) Bei Theophr. ein Edelstein. – 5) = [[ἐλεφαντίασις]], Med.
}}
{{ls
|lstext='''ἐλέφας''': αντος, ὁ, τὸ γνωστὸν [[ζῷον]] ὁ [[ἐλέφας]], πρῶτον μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. ὡς [[ἐγχώριος]] τῆς Ἀφρικῆς, 3. 114., 4. 191· ἐνῷ ὁ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 45) ποιεῖται λόγον μόνον περὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ἐλέφαντος, πρβλ. 9. 1, 30, κτλ., ἂν καὶ ἀναφέρει καὶ τὸν Ἀφρικανὸν ἐν τῷ π. Οὐρ. 2. 14, 19: ― τὸ [[ζῷον]] τοῦτο δὲν ἦτο γενικῶς γνωστὸν παρ’ Ἕλλησι, [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου, Παυσ. 1. 12, 4. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ ἦτο γνωστὸν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτον μόνον τὸ καλούμενον ἐλεφάντινον [[ὀστοῦν]], ὁ ὀδοὺς τοῦ ἐλέφαντος, Τουρκιστί: «φίλδισί», Ἰλ. Ε. 582, καὶ οὕτω παρ’ Ἡσ. καὶ Πινδ., καθ’ ὅτι οἱ τοῦ ἐλέφαντος ὀδόντες ἐκομίζοντο ὡς [[ἐμπόρευμα]] εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ Φοινίκων πολὺ πρὶν ἢ γείνῃ γνωστὸν τὸ [[ζῷον]] δι’ Ἑλλήνων περιηγητῶν· ὁ Ἡρόδ. κυριολεκτικώτερον ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὀνομάζων αὐτοὺς ἐλέφαντος ὀδόντας 3. 97· ― ὁ Ὁμ. λέγει ὅτι οἱ ψευδεῖς ὄνειροι ἔρχονται διὰ πύλης ἐκ πριστοῦ ἐλέφαντος, ἴδε [[ἐλεφαίρομαι]]. ΙΙΙ. = [[ἐλεφαντίασις]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 916. IV. πολύτιμός τις [[λίθος]], Θεοφρ. π. Λίθ. 37. V. [[εἶδος]] ποτηρίου, Ἀθήν. 468F. (Ὁ Pott. καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ Ἑβρ. eleph ([[βοῦς]]), καὶ παραβάλλουσιν αὐτὴν πρὸς τὸ bos Lucas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ [[ἀρχαῖον]] Λατ. [[ὄνομα]] τοῦ ἐλέφαντος, Lucret. 5. 1301· ὡς ὁ Παυσ. (9. 21, 2) καλεῖ τὸν ῥινόκερων ταῦρον Αἰθιοπικόν. Ἀλλὰ [[πάλιν]] τὸ Ἑβρ. [[ὄνομα]] τοῦ ζῴου τούτου ibâh, ὑπομιμνήσκει τὸ Σανσκρ. ibhas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ τῷ β΄ μέρει τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐλέφας, καὶ τῷ πρῴτῳ μέρει τοῦ Λατ. eb-ur, [[ὅθεν]] τὸ Γαλλ. iv-oire, κτλ.).
}}
}}

Revision as of 09:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλέφας Medium diacritics: ἐλέφας Low diacritics: ελέφας Capitals: ΕΛΕΦΑΣ
Transliteration A: eléphas Transliteration B: elephas Transliteration C: elefas Beta Code: e)le/fas

English (LSJ)

αντος, ὁ (θήλεια ἐ. Phylarch.36J.): irreg. gen.

   A ἐλεφάντου BCH35.286(Delos, ii B.C.): dat. pl. -τοις LXX 1 Ma.1.17 (v.l.):—elephant, first mentioned by Hdt. as a native of Africa, 3.114,4.191; ἐλέφαντος ὀδόντες Id.3.97; of the Indian elephant, first in Arist. Cael.298a13, HA610a15, cf. Paus.1.12.4.    II in Hom. only of elephant's tusk, ivory, Il.5.583, cf. Hes.Sc.141, Pi.O.1.27, Pl.R.373a, GDI5500, etc.: Aeol. ἐλέφαις Sapph.Supp.20a10.    III = ἐλεφαντίασις, Aret.SD2.13, IG3.1423, Gal.15.331.    IV a precious stone, Thphr.Lap.37.    V a kind of cup, Damox.1.1.    VI = ἐλεφάντωσις, Apul.Herb.36.

German (Pape)

[Seite 797] αντος, ὁ, 1) der Elephant, Her. 3, 114 u. Folgde; ὁ θῆλυς ἐλ., Arist. H. A. 2, 1; ἡ ἐλ., Ath. XIII, 607 a. – 2) der Elephantenzahn, das Elfenbein; nur in dieser Bdtg bei Hom., Hes. u. Pind., denn das Elfenbein war durch den Handel viel früher als das Thier bekannt geworden. Bei Hom. dient es neben Gold, Silber u. Elektrum zu Verzierungen aller Art; Od. 19, 564 kommen die trüglichen Träume durch eine elfenbeinerne Pforte. – 3) Bei Ath. XI, 468 f 497 a eine Art Pokal. – 4) Bei Theophr. ein Edelstein. – 5) = ἐλεφαντίασις, Med.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλέφας: αντος, ὁ, τὸ γνωστὸν ζῷονἐλέφας, πρῶτον μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. ὡς ἐγχώριος τῆς Ἀφρικῆς, 3. 114., 4. 191· ἐνῷ ὁ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 45) ποιεῖται λόγον μόνον περὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ἐλέφαντος, πρβλ. 9. 1, 30, κτλ., ἂν καὶ ἀναφέρει καὶ τὸν Ἀφρικανὸν ἐν τῷ π. Οὐρ. 2. 14, 19: ― τὸ ζῷον τοῦτο δὲν ἦτο γενικῶς γνωστὸν παρ’ Ἕλλησι, μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου, Παυσ. 1. 12, 4. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ ἦτο γνωστὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτον μόνον τὸ καλούμενον ἐλεφάντινον ὀστοῦν, ὁ ὀδοὺς τοῦ ἐλέφαντος, Τουρκιστί: «φίλδισί», Ἰλ. Ε. 582, καὶ οὕτω παρ’ Ἡσ. καὶ Πινδ., καθ’ ὅτι οἱ τοῦ ἐλέφαντος ὀδόντες ἐκομίζοντο ὡς ἐμπόρευμα εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ Φοινίκων πολὺ πρὶν ἢ γείνῃ γνωστὸν τὸ ζῷον δι’ Ἑλλήνων περιηγητῶν· ὁ Ἡρόδ. κυριολεκτικώτερον ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὀνομάζων αὐτοὺς ἐλέφαντος ὀδόντας 3. 97· ― ὁ Ὁμ. λέγει ὅτι οἱ ψευδεῖς ὄνειροι ἔρχονται διὰ πύλης ἐκ πριστοῦ ἐλέφαντος, ἴδε ἐλεφαίρομαι. ΙΙΙ. = ἐλεφαντίασις, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 916. IV. πολύτιμός τις λίθος, Θεοφρ. π. Λίθ. 37. V. εἶδος ποτηρίου, Ἀθήν. 468F. (Ὁ Pott. καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ Ἑβρ. eleph (βοῦς), καὶ παραβάλλουσιν αὐτὴν πρὸς τὸ bos Lucas, ὅπερ εἶναι τὸ ἀρχαῖον Λατ. ὄνομα τοῦ ἐλέφαντος, Lucret. 5. 1301· ὡς ὁ Παυσ. (9. 21, 2) καλεῖ τὸν ῥινόκερων ταῦρον Αἰθιοπικόν. Ἀλλὰ πάλιν τὸ Ἑβρ. ὄνομα τοῦ ζῴου τούτου ibâh, ὑπομιμνήσκει τὸ Σανσκρ. ibhas, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ β΄ μέρει τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐλέφας, καὶ τῷ πρῴτῳ μέρει τοῦ Λατ. eb-ur, ὅθεν τὸ Γαλλ. iv-oire, κτλ.).