διακύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(13_1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0585.png Seite 585]] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0585.png Seite 585]] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
}}
{{ls
|lstext='''διακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] καὶ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) [[κύπτω]] [[ὥστε]] να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. [[πρός]] τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.
}}
}}

Revision as of 09:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακύπτω Medium diacritics: διακύπτω Low diacritics: διακύπτω Capitals: ΔΙΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: diakýptō Transliteration B: diakyptō Transliteration C: diakypto Beta Code: diaku/ptw

English (LSJ)

   A stoop and creep through a narrow place, Hdt.3.145, Ar. Ec.930.    2 stoop so as to peep in, Id.Pax78; διὰ τῆς κεραμίδος Diph.84, cf. Men.Epit.463.    3 look out, διὰ τῆς θυρίδος LXX 4 Ki. 9.30, cf. PMagd.24.4 (iii B.C.), Luc.Asin.45.

German (Pape)

[Seite 585] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.

Greek (Liddell-Scott)

διακύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω καὶ διέρχομαι διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) κύπτω ὥστε να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. πρός τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.